μπεκάτσα — η (λ. βενετ.), το πουλί Σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, η ξυλόκοτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπεκάτσα της θάλασσας — (macrommphosus scolopax). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των μακροραμφοειδών, της τάξης των συγγναθομόρφων. Το ψάρι αυτό, που έχει παράξενο σχήμα και μέσο μήκος 12 εκ., ζει στους λασπώδεις βυθούς των εύκρατων και θερμών θαλασσών και τρέφεται με… … Dictionary of Greek
μπεκατσίνι — (capella gallinago). Πουλί της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων. Τυπικό των ελωδών ζωνών, το γένος capella (γαλλινούλη) είναι διαδεδομένο σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Αυστραλία. Το μ. είναι όμοιο με τη μπεκάτσα,… … Dictionary of Greek
σκολόπακας — ο / σκολόπαξ, ακος, ΝΑ το πουλί μπεκάτσα («ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρων οὐ καθίζουσιν, ἀλλ ἐπὶ τῆς γῆς», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. οι σκολόπακες ζωολ. γενική ονομασία παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… … Dictionary of Greek
ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… … Dictionary of Greek
ελόβιος — α, ο (για πτηνά, ζώα και φυτά) 1. αυτός που ζει ή αναπτύσσεται στα έλη 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελόβια τάξη τροπιδωτών πτηνών, καλοβάμονα (η μπεκάτσα, το λελέκι κ.ά.) … Dictionary of Greek
ξυλόκοτα — η 1. ζωολ. η μπεκάτσα 2. (μτφ., υβριστικά) γυναίκα με πολύ λεπτά και μακριά πόδια … Dictionary of Greek
σκολοπακίδες — (Scolopacidae). Οικογένεια ελόβιων πουλιών, που περιλαμβάνει τα γένη μπεκάτσα (σκολόπαξ), σκολομτκκατσίνι (σκολοπακίδα) και άλλα. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται και 75 περίπου είδη του βόρειου ημισφαίριου καθώς και περιοχών του ίδιου ημισφαίριου … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek